- δαγκάνα
- ηκάθε εξάρτημα που συλλαμβάνει κάτι σαν να το δαγκάνει, π.χ. η χηλή, η λαβίδα του αστακού, του κάβουρα, η τανάλια, η μασιά: Ο κάβουρας άρπαξε ένα ψάρι με τις δαγκάνες του. – Η τανάλια είναι άχρηστη γιατί χάλασαν οι δαγκάνες της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.